πλινθουργίᾳ

πλινθουργίᾳ
πλινθουργίᾱͅ , πλινθουργία
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλινθουργία — πλινθουργίᾱ , πλινθουργία fem nom/voc/acc dual πλινθουργίᾱ , πλινθουργία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθουργία — ἡ, ΜΑ [πλινθουργός] κατασκευή πλίνθων, πλινθοποιία …   Dictionary of Greek

  • πλινθουργίας — πλινθουργίᾱς , πλινθουργία fem acc pl πλινθουργίᾱς , πλινθουργία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθουργίαν — πλινθουργίᾱν , πλινθουργία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλίνθευμα — εύματος, τὸ, Α [πλινθεύω] 1. πλινθουργία 2. τοίχος από πλίνθους …   Dictionary of Greek

  • πλίνθευσις — εύσεως, ἡ, Α [πλινθεύω] η κατασκευή πλίνθων, πλινθοποιία, πλινθουργία …   Dictionary of Greek

  • πλινθοποιία — η, ΝΑ [πλινθοποιός] τεχνολ. η τέχνη τής κατασκευής πλίνθων, πλινθουργία …   Dictionary of Greek

  • ԱՂԻՒՍԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0040 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 12c գ. πλινθουργία Տ. ԱՂԻՒՍԱՐԿՈՒԹԻՒՆ. *Կաւափաղաղ աղիւսագործութիւն. Յհ. կթ.: *Չարչարէր զմեզ փարաւոնն սատանայ ʼի մեղաց աղիւսագործութիւնս. Լմբ. սղ.: *Դարձաւ յԵգիպտոս այս ինքն ʼի խաւարումն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՂԻՒՍԱՐԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0040 Chronological Sequence: Early classical, 10c գ. ԱՂԻՒՍԱՐԿ ԱՂԻՒՍԱՐԿՈՒԹԻՒՆ πλινθεία, πλινθουργία laterum confectio, laterificium Աղիւսարկութիւն. աղիւս արկանելն. ... *Ի գործ խիստ կաւոյ եւ աղիւսարկի: Զսակ աղիւսարկին. Ել. ՟Ա. 14: ՟Ե. 8:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”